λιβαδιάτικα

λιβαδιάτικα
τα
η αμοιβή για τη χρήση λιβαδιού: Δεν είχε λεφτά για τα λιβαδιάτικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιβαδιάτικα — τα η αμοιβή που καταβάλλουν οι κτηνοτρόφοι για τη χρήση ξένου λιβαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. ιάτικα, (πρβλ. ληνιάτικα, λιμαν ιάτικα, μην ιάτικα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”